χαζολογώ

χαζολογώ
χαζολογώ και χαζολογάω χαζολόγησα, λέω χαζομάρες, λέω χαζές κουβέντες: Δεν έχει δουλειά και κάθεται και χαζολογάει όλη τη μέρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαζολογώ — άω, Ν 1. μιλώ σαν χαζός, λέω ανοησίες 2. φλυαρώ, συζητώ περί ανέμων και υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + λογώ*] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • χαζολόγημα — το, Ν [χαζολογώ] ανόητα λόγια, μωρολογία …   Dictionary of Greek

  • χαζολογάω — (σπάν. χαζολογώ, παρατατ. συνήθως ούσα), χαζολόγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”